παχνώ

παχνώ
-όω, ΝΑ [πάχνη]
1. κάνω κάτι συμπαγές, παγώνω
2. παθ. παχνοῡμαι, -όομαι
γίνομαι συμπαγής, παγώνω («παχνουμένου τοῡ πνεύματος», Πλούτ.)
3. παθ. καλύπτομαι από πάχνη
3. μτφ. προκαλώ θλίψη, τρόμο, τρομάζω, παγώνω κάποιον
4. παθ. μτφ. μένω κατάπληκτος, αισθάνομαι πολλή δυσθυμία ή θλίψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παχνῶ — παχνόω congeal pres subj act 1st sg παχνόω congeal pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπαχνούμαι — όομαι, Α παγώνω από παντού, παγώνω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + παχνῶ / οῦμαι «παγώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”