- παχνώ
- -όω, ΝΑ [πάχνη]1. κάνω κάτι συμπαγές, παγώνω2. παθ. παχνοῡμαι, -όομαιγίνομαι συμπαγής, παγώνω («παχνουμένου τοῡ πνεύματος», Πλούτ.)3. παθ. καλύπτομαι από πάχνη3. μτφ. προκαλώ θλίψη, τρόμο, τρομάζω, παγώνω κάποιον4. παθ. μτφ. μένω κατάπληκτος, αισθάνομαι πολλή δυσθυμία ή θλίψη.
Dictionary of Greek. 2013.